- ἀποκαθαίρομαι
- ἀποκαθαίρωclearpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συναποκαθαίρομαι — Α καθαρίζομαι μαζί με κάτι άλλο («οὐ γὰρ συναποκαθαίρεται τῷ ἀχυρώδει... τὸ εὔχρηστον», Διοσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀποκαθαίρομαι «καθαρίζομαι, απαλλάσσομαι από κάτι»] … Dictionary of Greek